Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀλέεσθαι
ὀλέθριος
ὄλεθρος
ὀλείζων
ὀλέκρᾱνον
ὀλέκω
ὄλεσα
ὀλεσήνωρ
ὀλέσθαι
ὀλεσίθηρ
ὀλεσισιαλοκάλαμος
ὄλεσσα
ὀλετήρ
ὀλιγάκις
ὀλιγανδρέω
ὀλιγανδρίᾱ
ὀλιγανθρωπίᾱ
ὀλιγάνθρωπος
ὀλιγᾱριστίᾱ
ὀλιγαρχέομαι
ὀλιγαρχίᾱ
View word page
ὀλεσι-σιαλο-κάλαμος
ὀλεσισιαλοκάλαμοςουmσίαλον pejor., ref. to the aulosspittle-wasting reedPratin.

ShortDef

made of spittle-wasting reed

Debugging

Headword:
ὀλεσισιαλοκάλαμος
Headword (normalized):
ὀλεσισιαλοκάλαμος
Headword (normalized/stripped):
ολεσισιαλοκαλαμος
IDX:
28085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28086
Key:
ὀλεσισιαλοκάλαμος

Data

{'headword_display': '<b>ὀλεσι-σιαλο-κάλαμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀλεσι<hyph/>σιαλο<hyph/>κάλαμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σίαλον</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>pejor., ref. to the aulos</Indic><Tr>spittle-wasting reed</Tr><Au>Pratin.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀλεσισιαλοκάλαμος'}