Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀκτάπλεθρος
ὀκταπόδης
ὀκτάρρῡμος
ὀκτάς
ὀκτήρης
ὀκτώ
ὀκτωδάκτυλος
ὀκτωκαίδεκα
ὀκτωκαιδεκάδραχμος
ὀκτωκαιδέκατος
ὀκτωκαιδεκέτης
ὀκτώπους
ὀκχέω
ὀκχή
ὄκχος
ὅκως
ὀλαί
ὀλβίζω
ὀλβιοδαίμων
ὀλβιόδωρος
ὀλβιόπλουτος
View word page
ὀκτωκαιδεκ-έτης
ὀκτωκαιδεκέτηςεςorὀκτωκαιδεκετήςέςadjἔτος eighteen years oldD. Theoc.

ShortDef

eighteen years old

Debugging

Headword:
ὀκτωκαιδεκέτης
Headword (normalized):
ὀκτωκαιδεκέτης
Headword (normalized/stripped):
οκτωκαιδεκετης
IDX:
28060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28061
Key:
ὀκτωκαιδεκέτης

Data

{'headword_display': '<b>ὀκτωκαιδεκ-έτης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀκτωκαιδεκ<hyph/>έτης</HL><Infl>ες</Infl><BrVL><Lbl>or</Lbl><FmHL>ὀκτωκαιδεκετής</FmHL><VInfl><FmInfl>ές</FmInfl></VInfl></BrVL><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔτος</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>eighteen years old</Tr><Au>D. Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀκτωκαιδεκέτης'}