Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀκτάβλωμος
ὀκτακισμῡ́ριοι
ὀκτακισχῑ́λιοι
ὀκτάκνημος
ὀκτακόσιοι
ὀκτάμηνος
ὀκτάπηχυς
ὀκταπλάσιος
ὀκτάπλεθρος
ὀκταπόδης
ὀκτάρρῡμος
ὀκτάς
ὀκτήρης
ὀκτώ
ὀκτωδάκτυλος
ὀκτωκαίδεκα
ὀκτωκαιδεκάδραχμος
ὀκτωκαιδέκατος
ὀκτωκαιδεκέτης
ὀκτώπους
ὀκχέω
View word page
ὀκτά-ρρῡμος
ὀκτάρρῡμοςονadjῥῡμός of a heavy vehiclewith eight shaftsi.e. pulled by eight pairs of oxenX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀκτάρρῡμος
Headword (normalized):
ὀκτάρρῡμος
Headword (normalized/stripped):
οκταρρυμος
IDX:
28052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28053
Key:
ὀκτάρρῡμος

Data

{'headword_display': '<b>ὀκτά-ρρῡμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀκτά<hyph/>ρρῡμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ῥῡμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a heavy vehicle</Indic><Tr>with eight shafts<Expl>i.e. pulled by eight pairs of oxen</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀκτάρρῡμος'}