Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀκριόεις
ὀκρίς
ὀκρυόεις
ὀκτάβλωμος
ὀκτακισμῡ́ριοι
ὀκτακισχῑ́λιοι
ὀκτάκνημος
ὀκτακόσιοι
ὀκτάμηνος
ὀκτάπηχυς
ὀκταπλάσιος
ὀκτάπλεθρος
ὀκταπόδης
ὀκτάρρῡμος
ὀκτάς
ὀκτήρης
ὀκτώ
ὀκτωδάκτυλος
ὀκτωκαίδεκα
ὀκτωκαιδεκάδραχμος
ὀκτωκαιδέκατος
View word page
ὀκταπλάσιος
ὀκταπλάσιοςᾱ ονadjof a portioneight times as greatPl. ὀκταπλάσιονneut.adveight times as muchAr.

ShortDef

eightfold

Debugging

Headword:
ὀκταπλάσιος
Headword (normalized):
ὀκταπλάσιος
Headword (normalized/stripped):
οκταπλασιος
IDX:
28049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28050
Key:
ὀκταπλάσιος

Data

{'headword_display': '<b>ὀκταπλάσιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀκταπλάσιος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a portion</Indic><Tr>eight times as great</Tr><Au>Pl.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>ὀκταπλάσιον</HL><PS>neut.adv</PS></vHG><advS1><Tr>eight times as much</Tr><Au>Ar.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'ὀκταπλάσιος'}