Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

οἰωνιστήριον
οἰωνιστής
οἰωνιστικός
οἰωνοθέτᾱς
οἰωνόθροος
οἰωνοκτόνος
οἰωνόμαντις
οἰωνοπόλος
οἰωνός
οἰωνοσκοπέω
οἰωνοσκόπος
οἵως
ὅκα
ὀκέλλω
ὅκῃ
ὀκλαδίᾱς
ὀκλαδόν
ὀκλάζω
ὀκλάξ
ὀκνέω
ὀκνηρός
View word page
οἰωνο-σκόπος
οἰωνοσκόποςουmσκοπέω one who observes birds of omendiviner, augurE.

ShortDef

augur

Debugging

Headword:
οἰωνοσκόπος
Headword (normalized):
οἰωνοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
οιωνοσκοπος
IDX:
28024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28025
Key:
οἰωνοσκόπος

Data

{'headword_display': '<b>οἰωνο-σκόπος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>οἰωνο<hyph/>σκόπος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>σκοπέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who observes birds of omen</Def><Tr>diviner, augur</Tr><Au>E.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'οἰωνοσκόπος'}