Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀῑ́ω
οἰωνίζομαι
οἰωνίσματα
οἰωνισμός
οἰωνιστήριον
οἰωνιστής
οἰωνιστικός
οἰωνοθέτᾱς
οἰωνόθροος
οἰωνοκτόνος
οἰωνόμαντις
οἰωνοπόλος
οἰωνός
οἰωνοσκοπέω
οἰωνοσκόπος
οἵως
ὅκα
ὀκέλλω
ὅκῃ
ὀκλαδίᾱς
ὀκλαδόν
View word page
οἰωνό-μαντις
οἰωνόμαντιςεωςmμάντις diviner from bird omensaugurE.

ShortDef

one who takes omens from the flight and cries of birds, an augur

Debugging

Headword:
οἰωνόμαντις
Headword (normalized):
οἰωνόμαντις
Headword (normalized/stripped):
οιωνομαντις
IDX:
28020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28021
Key:
οἰωνόμαντις

Data

{'headword_display': '<b>οἰωνό-μαντις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>οἰωνό<hyph/>μαντις</HL><Infl>εως</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>μάντις</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>diviner from bird omens</Def><Tr>augur</Tr><Au>E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'οἰωνόμαντις'}