Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

οἴχομαι
ὀῑ́ω
οἰωνίζομαι
οἰωνίσματα
οἰωνισμός
οἰωνιστήριον
οἰωνιστής
οἰωνιστικός
οἰωνοθέτᾱς
οἰωνόθροος
οἰωνοκτόνος
οἰωνόμαντις
οἰωνοπόλος
οἰωνός
οἰωνοσκοπέω
οἰωνοσκόπος
οἵως
ὅκα
ὀκέλλω
ὅκῃ
ὀκλαδίᾱς
View word page
οἰωνο-κτόνος
οἰωνοκτόνοςονadjκτείνω of winter's coldkilling birdsA.

ShortDef

killing birds

Debugging

Headword:
οἰωνοκτόνος
Headword (normalized):
οἰωνοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
οιωνοκτονος
IDX:
28019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28020
Key:
οἰωνοκτόνος

Data

{'headword_display': '<b>οἰωνο-κτόνος</b>', 'content': "<NE><HG><HL>οἰωνο<hyph/>κτόνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κτείνω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>of winter's cold</Indic><Tr>killing birds</Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>", 'key': 'οἰωνοκτόνος'}