Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

οἴφω
Οἰχαλίᾱ
οἰχνέω
οἴχομαι
ὀῑ́ω
οἰωνίζομαι
οἰωνίσματα
οἰωνισμός
οἰωνιστήριον
οἰωνιστής
οἰωνιστικός
οἰωνοθέτᾱς
οἰωνόθροος
οἰωνοκτόνος
οἰωνόμαντις
οἰωνοπόλος
οἰωνός
οἰωνοσκοπέω
οἰωνοσκόπος
οἵως
ὅκα
View word page
οἰωνιστικός
οἰωνιστικόςή όνadj relating to a divinerfem.sb.art of the divinerPl.

ShortDef

of or for an omen

Debugging

Headword:
οἰωνιστικός
Headword (normalized):
οἰωνιστικός
Headword (normalized/stripped):
οιωνιστικος
IDX:
28016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-28017
Key:
οἰωνιστικός

Data

{'headword_display': '<b>οἰωνιστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>οἰωνιστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>relating to a diviner</Def><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of the diviner</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'οἰωνιστικός'}