Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἰολόδειρος
αἰολοθώρηξ
αἰολομήτης
αἰολομίτρης
αἰολόπρυμνος
αἰολοπτέρυγος
αἰολόπωλος
αἰόλος
Αἴολος
Αἴολος
αἰολόστομος
ᾱ̓́ιον
ᾱ̓́ιον
αἰπεινός
αἴπερ
αἰπήεις
αἰπολέω
αἰπολικός
αἰπόλιον
αἰπόλος
αἰπός
View word page
αἰολό-στομος
αἰολό-στομοςονadjαἰόλοςστόμα of oracleswith shifting voicesambiguousA.

ShortDef

shifting in speech

Debugging

Headword:
αἰολόστομος
Headword (normalized):
αἰολόστομος
Headword (normalized/stripped):
αιολοστομος
IDX:
2799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2800
Key:
αἰολόστομος

Data

{'headword_display': '<b>αἰολό-στομος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἰολό-στομος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>αἰόλος</Ref><Ref>στόμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of oracles</Indic><Def>with shifting voices</Def><Tr>ambiguous</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἰολόστομος'}