Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπόρρησις
ἀπόρρητος
ἀπορρῑγέω
ἀπορρῑ́πτω
ἀπορροή
ἀπόρροια
ἀπορροιβδέω
ἀπόρρους
ἀπορρυπαίνομαι
ἀπορρύπτομαι
ἀπόρρυσις
ἀπόρρυτος
ἀπορρώξ
ἀπορφανίζομαι
ἀπόρφυρος
ἀπορχέομαι
ἀποσαλεύω
ἀποσαφέω
ἀποσβέννῡμι
ἀποσείομαι
ἀποσεμνῡ́νω
View word page
ἀπόρρυσις
ἀπόρρυσιςεωςfἀπορρέω outflowof waterPlb.

ShortDef

sinking down

Debugging

Headword:
ἀπόρρυσις
Headword (normalized):
ἀπόρρυσις
Headword (normalized/stripped):
απορρυσις
IDX:
279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-280
Key:
ἀπόρρυσις

Data

{'headword_display': '<b>ἀπόρρυσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπόρρυσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἀπορρέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>outflow<Expl>of water</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπόρρυσις'}