Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

οἰστός
οἰστράω
οἰστρήλατος
οἴστρημα
οἰστροδῑ́νητος
οἰστροδόνητος
οἰστροδόνος
οἰστρομανής
οἰστροπλήξ
οἶστρος
οἰστρώδης
οἴσυα
οἰσύινος
οἰσύπη
οἰσυπηρός
οἴσω
Οἴτη
οἶτος
οἴφω
Οἰχαλίᾱ
οἰχνέω
View word page
οἰστρώδης
οἰστρώδηςεςadjof desiresfrenziedPl.

ShortDef

raging, frantic

Debugging

Headword:
οἰστρώδης
Headword (normalized):
οἰστρώδης
Headword (normalized/stripped):
οιστρωδης
IDX:
27998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27999
Key:
οἰστρώδης

Data

{'headword_display': '<b>οἰστρώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>οἰστρώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of desires</Indic><Tr>frenzied</Tr><Au>Pl.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'οἰστρώδης'}