Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀιστεύω
ὀιστοδέγμων
ὀιστοδόκη
οἰστός
οἰστός
οἰστράω
οἰστρήλατος
οἴστρημα
οἰστροδῑ́νητος
οἰστροδόνητος
οἰστροδόνος
οἰστρομανής
οἰστροπλήξ
οἶστρος
οἰστρώδης
οἴσυα
οἰσύινος
οἰσύπη
οἰσυπηρός
οἴσω
Οἴτη
View word page
οἰστρο-δόνος
οἰστροδόνοςονadj of Iohounded by the gadflyA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οἰστροδόνος
Headword (normalized):
οἰστροδόνος
Headword (normalized/stripped):
οιστροδονος
IDX:
27994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27995
Key:
οἰστροδόνος

Data

{'headword_display': '<b>οἰστρο-δόνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>οἰστρο<hyph/>δόνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of Io</Indic><Tr>hounded by the gadfly</Tr><Au>A.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'οἰστροδόνος'}