Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀισσάμενος
οἰστέος
ὀιστευτής
ὀιστεύω
ὀιστοδέγμων
ὀιστοδόκη
οἰστός
οἰστός
οἰστράω
οἰστρήλατος
οἴστρημα
οἰστροδῑ́νητος
οἰστροδόνητος
οἰστροδόνος
οἰστρομανής
οἰστροπλήξ
οἶστρος
οἰστρώδης
οἴσυα
οἰσύινος
οἰσύπη
View word page
οἴστρημα
οἴστρημαατοςnοἰστράω stingof mental painS.

ShortDef

the smart of a gadfly's sting

Debugging

Headword:
οἴστρημα
Headword (normalized):
οἴστρημα
Headword (normalized/stripped):
οιστρημα
IDX:
27991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27992
Key:
οἴστρημα

Data

{'headword_display': '<b>οἴστρημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>οἴστρημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>οἰστράω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>sting<Expl>of mental pain</Expl></Tr><Au>S.</Au></nS1></NE>', 'key': 'οἴστρημα'}