Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

οἶσθα
ὀισθείς
οἰσθήσομαι
οἴσπη
οἰσπώτη
ὀισσάμενος
οἰστέος
ὀιστευτής
ὀιστεύω
ὀιστοδέγμων
ὀιστοδόκη
οἰστός
οἰστός
οἰστράω
οἰστρήλατος
οἴστρημα
οἰστροδῑ́νητος
οἰστροδόνητος
οἰστροδόνος
οἰστρομανής
οἰστροπλήξ
View word page
ὀιστο-δόκη
ὀιστοδόκηηςIon.f arrow containerappos.w. φαρέτρη quiverAR.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀιστοδόκη
Headword (normalized):
ὀιστοδόκη
Headword (normalized/stripped):
οιστοδοκη
IDX:
27986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27987
Key:
ὀιστοδόκη

Data

{'headword_display': '<b>ὀιστο-δόκη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀιστο<hyph/>δόκη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS></HG> <nS1><Tr>arrow container<Expl>appos.w. <Ref>φαρέτρη</Ref> <ital>quiver</ital></Expl></Tr><Au>AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀιστοδόκη'}