Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

οἰόζωνος
οἰόθεν
οἰόκερως
οἴομαι
οἷον
οἱονεί
οἷόνπερ
οἱονπερεί
οἰόομαι
οἰοπέδῑλος
οἰοπολέω
οἰοπόλος
οἰός
οἷος
οἶος
οἶος
οἱοσδήποτε
οἷόσπερ
οἰόφρων
οἰοχίτων
οἷπερ
View word page
οἰοπολέω
οἰοπολέωcontr.vbοἰοπόλος wander aloneE.Cyc.

ShortDef

to tend sheep, to roam the mountains

Debugging

Headword:
οἰοπολέω
Headword (normalized):
οἰοπολέω
Headword (normalized/stripped):
οιοπολεω
IDX:
27962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27963
Key:
οἰοπολέω

Data

{'headword_display': '<b>οἰοπολέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>οἰοπολέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>οἰοπόλος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>wander alone</Tr><Au>E.<Wk>Cyc.</Wk></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'οἰοπολέω'}