Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἰόλισμα
Αἰολίων
αἰόλλω
αἰολοβρόντᾱς
αἰολόδειρος
αἰολοθώρηξ
αἰολομήτης
αἰολομίτρης
αἰολόπρυμνος
αἰολοπτέρυγος
αἰολόπωλος
αἰόλος
Αἴολος
Αἴολος
αἰολόστομος
ᾱ̓́ιον
ᾱ̓́ιον
αἰπεινός
αἴπερ
αἰπήεις
αἰπολέω
View word page
αἰολό-πωλος
αἰολό-πωλοςονadjπῶλος of personswith swift horsesIl. hHom. Theoc.

ShortDef

with quick-moving steeds

Debugging

Headword:
αἰολόπωλος
Headword (normalized):
αἰολόπωλος
Headword (normalized/stripped):
αιολοπωλος
IDX:
2795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2796
Key:
αἰολόπωλος

Data

{'headword_display': '<b>αἰολό-πωλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἰολό-πωλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πῶλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>with swift horses</Tr><Au>Il. hHom. Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἰολόπωλος'}