Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Αἰολίη
Αἰολίς
αἰόλισμα
Αἰολίων
αἰόλλω
αἰολοβρόντᾱς
αἰολόδειρος
αἰολοθώρηξ
αἰολομήτης
αἰολομίτρης
αἰολόπρυμνος
αἰολοπτέρυγος
αἰολόπωλος
αἰόλος
Αἴολος
Αἴολος
αἰολόστομος
ᾱ̓́ιον
ᾱ̓́ιον
αἰπεινός
αἴπερ
View word page
αἰολό-πρυμνος
αἰολό-πρυμνοςονadjπρύμνα of shipswith glisteningdecorated sternB.

ShortDef

with gleaming stern

Debugging

Headword:
αἰολόπρυμνος
Headword (normalized):
αἰολόπρυμνος
Headword (normalized/stripped):
αιολοπρυμνος
IDX:
2793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2794
Key:
αἰολόπρυμνος

Data

{'headword_display': '<b>αἰολό-πρυμνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἰολό-πρυμνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πρύμνα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of ships</Indic><Tr>with glistening<or/>decorated stern</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἰολόπρυμνος'}