Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

οἰνόμελι
οἰνόομαι
οἰνόπεδος
οἰνοπῑ́πης
οἰνοπλάνητος
οἰνοπληθής
οἰνοποιός
οἰνοποτάζω
οἰνοποτέω
οἰνοποτήρ
οἰνοπότης
οἰνοπωλέω
οἶνος
οἰνοῦττα
οἰνοφλυγίᾱ
οἰνόφλυξ
οἰνοφόρος
οἰνοχοέω
οἰνοχόη
οἰνοχόημα
οἰνοχόος
View word page
οἰνο-πότης
οἰνοπότηςουm sts.pejor.wine-drinkerAnacr. Call. Plb. NT. οἰνοπότιςιδοςfem.adj of a womanwine-drinkingAnacr.

ShortDef

wine-bibber

Debugging

Headword:
οἰνοπότης
Headword (normalized):
οἰνοπότης
Headword (normalized/stripped):
οινοποτης
IDX:
27931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27932
Key:
οἰνοπότης

Data

{'headword_display': '<b>οἰνο-πότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>οἰνο<hyph/>πότης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Indic>sts.pejor.</Indic><Tr>wine-drinker</Tr><Au>Anacr. Call. Plb. NT.</Au></nS1> <RelW><HG><HL>οἰνοπότις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>fem.adj</PS></HG> <nS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>wine-drinking</Tr><Au>Anacr.</Au> </nS1></RelW></NE>', 'key': 'οἰνοπότης'}