Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

οἰνανθίς
οἰνάρεος
οἰναρίζω
οἰνάριον
οἴναρον
οἰνάς
οἴνη
οἰνηρός
οἰνήρυσις
οἰνίζομαι
οἰνοβαρέω
οἰνοβαρής
οἰνοδόκος
οἰνοδότᾱς
οἰνόμελι
οἰνόομαι
οἰνόπεδος
οἰνοπῑ́πης
οἰνοπλάνητος
οἰνοπληθής
οἰνοποιός
View word page
οἰνοβαρέω
οἰνοβαρέωcontr.vbοἰνοβαρήςep.ptcpl.
οἰνοβαρείων
be heavy with winebe drunkbefuddledOd. Thgn.

ShortDef

to be heavy with wine

Debugging

Headword:
οἰνοβαρέω
Headword (normalized):
οἰνοβαρέω
Headword (normalized/stripped):
οινοβαρεω
IDX:
27917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27918
Key:
οἰνοβαρέω

Data

{'headword_display': '<b>οἰνοβαρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>οἰνοβαρέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>οἰνοβαρής</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>ep.ptcpl.</Lbl><Form>οἰνοβαρείων</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Def>be heavy with wine</Def><Tr>be drunk<or/>befuddled</Tr><Au>Od. Thgn.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'οἰνοβαρέω'}