Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Αἰολεῖς
Αἰόλῃος
Αἰολίδαις
Αἰολίη
Αἰολίς
αἰόλισμα
Αἰολίων
αἰόλλω
αἰολοβρόντᾱς
αἰολόδειρος
αἰολοθώρηξ
αἰολομήτης
αἰολομίτρης
αἰολόπρυμνος
αἰολοπτέρυγος
αἰολόπωλος
αἰόλος
Αἴολος
Αἴολος
αἰολόστομος
ᾱ̓́ιον
View word page
αἰολο-θώρηξ
αἰολο-θώρηξηκοςIon.masc.adjθώρᾱξ of a warriorwith glistening cuirassIl.

ShortDef

with glancing breastplate

Debugging

Headword:
αἰολοθώρηξ
Headword (normalized):
αἰολοθώρηξ
Headword (normalized/stripped):
αιολοθωρηξ
IDX:
2790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2791
Key:
αἰολοθώρηξ

Data

{'headword_display': '<b>αἰολο-θώρηξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἰολο-θώρηξ</HL><Infl>ηκος</Infl><PS>Ion.masc.adj</PS><Ety><Ref>θώρᾱξ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a warrior</Indic><Tr>with glistening cuirass</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἰολοθώρηξ'}