Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ᾱ̓́ιξα
Αἰολεῖς
Αἰόλῃος
Αἰολίδαις
Αἰολίη
Αἰολίς
αἰόλισμα
Αἰολίων
αἰόλλω
αἰολοβρόντᾱς
αἰολόδειρος
αἰολοθώρηξ
αἰολομήτης
αἰολομίτρης
αἰολόπρυμνος
αἰολοπτέρυγος
αἰολόπωλος
αἰόλος
Αἴολος
Αἴολος
αἰολόστομος
View word page
αἰολό-δειρος
αἰολό-δειροςονadjδέρη of the Hydrawith glistening neckStesich.of birdsIbyc.

ShortDef

with sheeny neck

Debugging

Headword:
αἰολόδειρος
Headword (normalized):
αἰολόδειρος
Headword (normalized/stripped):
αιολοδειρος
IDX:
2789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2790
Key:
αἰολόδειρος

Data

{'headword_display': '<b>αἰολό-δειρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἰολό-δειρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δέρη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the Hydra</Indic><Tr>with glistening neck</Tr><Au>Stesich.</Au><aS2><Indic>of birds</Indic><Au>Ibyc.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'αἰολόδειρος'}