Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

οἰκτίζω
οἰκτῑρμός
οἰκτῑ́ρμων
οἰκτῑ́ρω
οἰκτίσματα
οἰκτισμός
οἴκτιστος
οἶκτος
οἰκτρόγοος
οἰκτρός
οἰκτροχοέω
οἰκώς
οἰκωφελίᾱ
οἶμα
οἶμαι
οἰμάω
οἴμη
οἴμοι
οἷμος
οἰμωγή
οἰμώγματα
View word page
οἰκτροχοέω
οἰκτροχοέωcontr.vbχέω pour out pitifullya pleaAr.

ShortDef

to pour forth piteously

Debugging

Headword:
οἰκτροχοέω
Headword (normalized):
οἰκτροχοέω
Headword (normalized/stripped):
οικτροχοεω
IDX:
27891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27892
Key:
οἰκτροχοέω

Data

{'headword_display': '<b>οἰκτροχοέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>οἰκτροχοέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>χέω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>pour out pitifully</Tr><Obj>a plea<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'οἰκτροχοέω'}