Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

οἰκίσκος
οἰκισμός
οἰκιστήρ
οἰκιστής
οἰκογενής
οἰκοδεσπότης
οἰκοδομέω
οἰκοδομή
οἰκοδόμημα
οἰκοδόμησις
οἰκοδομητός
οἰκοδομίᾱ
οἰκοδομικός
οἰκοδόμος
οἴκοθεν
οἰκόθετος
οἰκονομέω
οἰκονομίᾱ
οἰκονομικός
οἰκονόμος
οἰκόπεδον
View word page
οἰκοδομητός
οἰκοδομητόςή όνadj of a potential structurebuildableArist.

ShortDef

built

Debugging

Headword:
οἰκοδομητός
Headword (normalized):
οἰκοδομητός
Headword (normalized/stripped):
οικοδομητος
IDX:
27853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27854
Key:
οἰκοδομητός

Data

{'headword_display': '<b>οἰκοδομητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>οἰκοδομητός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a potential structure</Indic><Tr>buildable</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'οἰκοδομητός'}