Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

οἴκισις
οἰκίσκη
οἰκίσκος
οἰκισμός
οἰκιστήρ
οἰκιστής
οἰκογενής
οἰκοδεσπότης
οἰκοδομέω
οἰκοδομή
οἰκοδόμημα
οἰκοδόμησις
οἰκοδομητός
οἰκοδομίᾱ
οἰκοδομικός
οἰκοδόμος
οἴκοθεν
οἰκόθετος
οἰκονομέω
οἰκονομίᾱ
οἰκονομικός
View word page
οἰκοδόμημα
οἰκοδόμημαατοςn that which is builtbuilding, edifice, structureHdt. Th. Att.orats. Pl.

ShortDef

a building, structure

Debugging

Headword:
οἰκοδόμημα
Headword (normalized):
οἰκοδόμημα
Headword (normalized/stripped):
οικοδομημα
IDX:
27851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27852
Key:
οἰκοδόμημα

Data

{'headword_display': '<b>οἰκοδόμημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>οἰκοδόμημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>that which is built</Def><Tr>building, edifice, structure</Tr><Au>Hdt. Th. Att.orats. Pl.<NBPlus/></Au></nS1></NE>', 'key': 'οἰκοδόμημα'}