Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

οἰκίζω
οἰκίη
οἰκίον
οἴκισις
οἰκίσκη
οἰκίσκος
οἰκισμός
οἰκιστήρ
οἰκιστής
οἰκογενής
οἰκοδεσπότης
οἰκοδομέω
οἰκοδομή
οἰκοδόμημα
οἰκοδόμησις
οἰκοδομητός
οἰκοδομίᾱ
οἰκοδομικός
οἰκοδόμος
οἴκοθεν
οἰκόθετος
View word page
οἰκο-δεσπότης
οἰκοδεσπότηςουm master of a houseestateNT.

ShortDef

the master of the house, the good man of the house

Debugging

Headword:
οἰκοδεσπότης
Headword (normalized):
οἰκοδεσπότης
Headword (normalized/stripped):
οικοδεσποτης
IDX:
27848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27849
Key:
οἰκοδεσπότης

Data

{'headword_display': '<b>οἰκο-δεσπότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>οἰκο<hyph/>δεσπότης</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>master of a house<or/>estate</Tr><Au>NT.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'οἰκοδεσπότης'}