Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

οἰκήτωρ
οἰκία
οἰκίᾱ
οἰκιακός
οἰκῑ́διον
οἰκίζω
οἰκίη
οἰκίον
οἴκισις
οἰκίσκη
οἰκίσκος
οἰκισμός
οἰκιστήρ
οἰκιστής
οἰκογενής
οἰκοδεσπότης
οἰκοδομέω
οἰκοδομή
οἰκοδόμημα
οἰκοδόμησις
οἰκοδομητός
View word page
οἰκίσκος
οἰκίσκοςουmsmall room, chamberD. Plu.

ShortDef

a small room

Debugging

Headword:
οἰκίσκος
Headword (normalized):
οἰκίσκος
Headword (normalized/stripped):
οικισκος
IDX:
27843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27844
Key:
οἰκίσκος

Data

{'headword_display': '<b>οἰκίσκος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>οἰκίσκος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>small room, chamber</Tr><Au>D. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'οἰκίσκος'}