Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

οἰήσομαι
οἴιδα
οἶκα
οἴκαδε
οἰκειοπρᾱγίᾱ
οἰκεῖος
οἰκειότης
οἰκειόω
οἰκείω
οἰκείωσις
οἰκειωτικός
οἰκετείᾱ
οἰκετεύω
οἰκέτης
οἰκετικός
οἰκεύς
οἰκέω
οἰκήιος
οἴκημα
οἴκημμι
οἰκήσιμος
View word page
οἰκειωτικός
οἰκειωτικόςή όνadjof a skillappropriative, acquisitivePl.

ShortDef

appropriative

Debugging

Headword:
οἰκειωτικός
Headword (normalized):
οἰκειωτικός
Headword (normalized/stripped):
οικειωτικος
IDX:
27817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27818
Key:
οἰκειωτικός

Data

{'headword_display': '<b>οἰκειωτικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>οἰκειωτικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a skill</Indic><Tr>appropriative, acquisitive</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'οἰκειωτικός'}