Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἰνόθεν
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
αἰνολέων
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
αἰνόπαρις
αἰνοπάτηρ
αἰνός
αἶνος
αἰνοτόκεια
αἴνυμαι
αἴξ
ᾱ̓́ῑξ
ᾱ̓́ιξα
Αἰολεῖς
Αἰόλῃος
Αἰολίδαις
Αἰολίη
Αἰολίς
αἰόλισμα
View word page
αἰνο-τόκεια
αἰνο-τόκειαᾱςfαἰνόςτοκεύς fatal motherMosch.

ShortDef

unhappy in being a mother

Debugging

Headword:
αἰνοτόκεια
Headword (normalized):
αἰνοτόκεια
Headword (normalized/stripped):
αινοτοκεια
IDX:
2775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2776
Key:
αἰνοτόκεια

Data

{'headword_display': '<b>αἰνο-τόκεια</b>', 'content': '<NE><HG><HL>αἰνο-τόκεια</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>αἰνός</Ref><Ref>τοκεύς</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>fatal mother</Tr><Au>Mosch.</Au></nS1></NE>', 'key': 'αἰνοτόκεια'}