Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὅδιος
ὅδισμα
ὁδῑ́της
ὀδμάομαι
ὀδμή
ὁδοιδόκος
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορίᾱ
ὁδοιπορικός
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιίᾱ
ὁδοποιός
ὁδός
ὀδός
ὁδουρός
View word page
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόριονουn gift for a journeyOd.

ShortDef

provisions for the voyage

Debugging

Headword:
ὁδοιπόριον
Headword (normalized):
ὁδοιπόριον
Headword (normalized/stripped):
οδοιποριον
IDX:
27729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27730
Key:
ὁδοιπόριον

Data

{'headword_display': '<b>ὁδοιπόριον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁδοιπόριον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>gift for a journey</Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὁδοιπόριον'}