Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁδηγός
ὁδῑ́
ὅδιος
ὅδισμα
ὁδῑ́της
ὀδμάομαι
ὀδμή
ὁδοιδόκος
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορίᾱ
ὁδοιπορικός
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιίᾱ
ὁδοποιός
ὁδός
View word page
ὁδοιπορίᾱ
ὁδοιπορίᾱᾱς
Ion.ὁδοιπορίηης
f
journey, expeditionmarchesp. a long or difficult onehHom. Hdt. X. NT. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὁδοιπορίᾱ
Headword (normalized):
ὁδοιπορίᾱ
Headword (normalized/stripped):
οδοιπορια
IDX:
27727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27728
Key:
ὁδοιπορίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ὁδοιπορίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁδοιπορίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><DL><Lbl>Ion.</Lbl><FmHL>ὁδοιπορίη</FmHL><DInfl><FmInfl>ης</FmInfl></DInfl></DL><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>journey, expedition<or/>march<Expl>esp. a long or difficult one</Expl></Tr><Au>hHom. Hdt. X. NT. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὁδοιπορίᾱ'}