Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὁδεύω
ὁδηγέω
ὁδηγός
ὁδῑ́
ὅδιος
ὅδισμα
ὁδῑ́της
ὀδμάομαι
ὀδμή
ὁδοιδόκος
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορίᾱ
ὁδοιπορικός
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
ὁδοποιίᾱ
View word page
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπλανέωcontr.vbreltd.πλάνος1 make one's wandering wayAr.

ShortDef

to stray from the road, wander

Debugging

Headword:
ὁδοιπλανέω
Headword (normalized):
ὁδοιπλανέω
Headword (normalized/stripped):
οδοιπλανεω
IDX:
27725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27726
Key:
ὁδοιπλανέω

Data

{'headword_display': '<b>ὁδοιπλανέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ὁδοιπλανέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety>reltd.<Ref>πλάνος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>make one's wandering way</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'ὁδοιπλανέω'}