Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀδελός
ὁδεύω
ὁδηγέω
ὁδηγός
ὁδῑ́
ὅδιος
ὅδισμα
ὁδῑ́της
ὀδμάομαι
ὀδμή
ὁδοιδόκος
ὁδοιπλανέω
ὁδοιπορέω
ὁδοιπορίᾱ
ὁδοιπορικός
ὁδοιπόριον
ὁδοιπόρος
ὀδοντοφυέω
ὀδοντοφυής
ὁδοποιέω
ὁδοποίησις
View word page
ὁδοι-δόκος
ὁδοιδόκοςουmὁδόςδέχομαι one who lies in wait on the roadhighwaymanPlb.

ShortDef

footpad, highwayman

Debugging

Headword:
ὁδοιδόκος
Headword (normalized):
ὁδοιδόκος
Headword (normalized/stripped):
οδοιδοκος
IDX:
27724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27725
Key:
ὁδοιδόκος

Data

{'headword_display': '<b>ὁδοι-δόκος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὁδοι<hyph/>δόκος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ὁδός</Ref><Ref>δέχομαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>one who lies in wait on the road</Def><Tr>highwayman</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὁδοιδόκος'}