Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀγδοηκοντατάλαντος
ὀγδοηκοστός
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
ὀγδωκονταέτης
ὅγε
Ὄγκᾱ
ὀγκάομαι
ὀγκηρός
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγκος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγμεύω
ὄγμος
ὄγχνη
ὀδαγμός
ὁδαῖα
ὀδακτάζω
View word page
ὄγκος1
ὄγκος1ουm barbof an arrowIl.

ShortDef

the barb
bulk, size, mass
pompous

Debugging

Headword:
ὄγκος
Headword (normalized):
ὄγκος
Headword (normalized/stripped):
ογκος
IDX:
27699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27700
Key:
ὄγκος_1

Data

{'headword_display': '<b>ὄγκος</b><sup>1</sup>', 'content': '<NE><HG><HL>ὄγκος<Hm>1</Hm></HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>barb<Expl>of an arrow</Expl></Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὄγκος_1'}