Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπορρήγνῡμι
ἀπορρηθῆναι
ἀπόρρημα
ἀπόρρησις
ἀπόρρητος
ἀπορρῑγέω
ἀπορρῑ́πτω
ἀπορροή
ἀπόρροια
ἀπορροιβδέω
ἀπόρρους
ἀπορρυπαίνομαι
ἀπορρύπτομαι
ἀπόρρυσις
ἀπόρρυτος
ἀπορρώξ
ἀπορφανίζομαι
ἀπόρφυρος
ἀπορχέομαι
ἀποσαλεύω
ἀποσαφέω
View word page
ἀπόρρους
ἀπόρρουςουνAtt.mἀπορρέω outflow, streamw.gen.fr. a springE.fr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπόρρους
Headword (normalized):
ἀπόρρους
Headword (normalized/stripped):
απορρους
IDX:
276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-277
Key:
ἀπόρρους

Data

{'headword_display': '<b>ἀπόρρους</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπόρρους</HL><Infl>ουν</Infl><PS>Att.m</PS><Ety><Ref>ἀπορρέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>outflow, stream<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>fr. a spring</Expl></Tr><Au>E.<Wk>fr.</Wk></Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπόρρους'}