Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀγδοαῖος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατάλαντος
ὀγδοηκοστός
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
ὀγδωκονταέτης
ὅγε
Ὄγκᾱ
ὀγκάομαι
ὀγκηρός
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγκος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
ὀγκώδης
ὀγμεύω
ὄγμος
ὄγχνη
View word page
ὀγκάομαι
ὀγκάομαιmid.contr.vb of a donkeybrayArist. Call.

ShortDef

to bray

Debugging

Headword:
ὀγκάομαι
Headword (normalized):
ὀγκάομαι
Headword (normalized/stripped):
ογκαομαι
IDX:
27696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27697
Key:
ὀγκάομαι

Data

{'headword_display': '<b>ὀγκάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ὀγκάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a donkey</Indic><Tr>bray</Tr><Au>Arist. Call.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ὀγκάομαι'}