Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀβριμοπάτρᾱ
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβριχα
ὀγδοαῖος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατάλαντος
ὀγδοηκοστός
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
ὀγδωκονταέτης
ὅγε
Ὄγκᾱ
ὀγκάομαι
ὀγκηρός
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγκος
ὀγκόω
ὀγκύλλομαι
View word page
ὀγδώκοντα
ὀγδώκονταdial.indecl.num.adjseeὀγδοήκοντα

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀγδώκοντα
Headword (normalized):
ὀγδώκοντα
Headword (normalized/stripped):
ογδωκοντα
IDX:
27692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27693
Key:
ὀγδώκοντα

Data

{'headword_display': '<b>ὀγδώκοντα</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ὀγδώκοντα</HL><PS>dial.indecl.num.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ὀγδοήκοντα</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ὀγδώκοντα'}