Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀβριμοεργός
ὀβριμόθῡμος
ὀβριμοπάτρᾱ
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβριχα
ὀγδοαῖος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατάλαντος
ὀγδοηκοστός
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
ὀγδωκονταέτης
ὅγε
Ὄγκᾱ
ὀγκάομαι
ὀγκηρός
ὄγκιον
ὄγκος
ὄγκος
View word page
ὀγδοηκοστός
ὀγδοηκοστόςή όνnum.adj eightiethTh. Plu.

ShortDef

eightieth

Debugging

Headword:
ὀγδοηκοστός
Headword (normalized):
ὀγδοηκοστός
Headword (normalized/stripped):
ογδοηκοστος
IDX:
27690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27691
Key:
ὀγδοηκοστός

Data

{'headword_display': '<b>ὀγδοηκοστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀγδοηκοστός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>num.adj</PS></HG> <aS1><Tr>eightieth</Tr><Au>Th. Plu.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'ὀγδοηκοστός'}