Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἰνίζομαι
αἰνικτηρίως
αἰνικτός
αἰνίσσομαι
αἰνόγαμος
αἰνογένειος
αἰνόδρυπτος
αἰνόθεν
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
αἰνολέων
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
αἰνόπαρις
αἰνοπάτηρ
αἰνός
αἶνος
αἰνοτόκεια
αἴνυμαι
αἴξ
ᾱ̓́ῑξ
View word page
αἰνο-λέων
αἰνο-λέωνοντοςm deadly lionCall. Theoc.

ShortDef

a dreadful lion

Debugging

Headword:
αἰνολέων
Headword (normalized):
αἰνολέων
Headword (normalized/stripped):
αινολεων
IDX:
2768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2769
Key:
αἰνολέων

Data

{'headword_display': '<b>αἰνο-λέων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἰνο-λέων</HL><Infl>οντος</Infl><PS>m</PS></HG> <aS1><Tr>deadly lion</Tr><Au>Call. Theoc.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἰνολέων'}