Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀβρίκαλα
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθῡμος
ὀβριμοπάτρᾱ
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβριχα
ὀγδοαῖος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατάλαντος
ὀγδοηκοστός
ὄγδοος
ὀγδώκοντα
ὀγδωκονταέτης
ὅγε
Ὄγκᾱ
ὀγκάομαι
ὀγκηρός
ὄγκιον
View word page
ὀγδοήκοντα
ὀγδοήκοντα
dial.ὀγδώκοντα
indecl.num.adj
eightyIl.

ShortDef

eighty

Debugging

Headword:
ὀγδοήκοντα
Headword (normalized):
ὀγδοήκοντα
Headword (normalized/stripped):
ογδοηκοντα
IDX:
27688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27689
Key:
ὀγδοήκοντα

Data

{'headword_display': '<b>ὀγδοήκοντα</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀγδοήκοντα</HL><DL><Lbl>dial.</Lbl><FmHL>ὀγδώκοντα </FmHL></DL><PS>indecl.num.adj</PS></HG> <aS1><Tr>eighty</Tr><Au>Il.<NBPlus/></Au></aS1> </AE>', 'key': 'ὀγδοήκοντα'}