Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὄαροι
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελός
ὀβολός
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
Ὀβριάρεως
ὀβρίκαλα
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθῡμος
ὀβριμοπάτρᾱ
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβριχα
ὀγδοαῖος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατάλαντος
ὀγδοηκοστός
View word page
ὀβριμο-εργός
ὀβριμοεργόςόνadjἔργον of warriorscommitting brutal actsIl. Hes.of the CimmeriansCallin.

ShortDef

doing deeds of violence

Debugging

Headword:
ὀβριμοεργός
Headword (normalized):
ὀβριμοεργός
Headword (normalized/stripped):
οβριμοεργος
IDX:
27680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27681
Key:
ὀβριμοεργός

Data

{'headword_display': '<b>ὀβριμο-εργός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀβριμο<hyph/>εργός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of warriors</Indic><Tr>committing brutal acts</Tr><Au>Il. Hes.</Au><aS2><Indic>of the Cimmerians</Indic><Au>Callin.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ὀβριμοεργός'}