Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀαριστύς
ὄαροι
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελός
ὀβολός
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
Ὀβριάρεως
ὀβρίκαλα
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθῡμος
ὀβριμοπάτρᾱ
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβριχα
ὀγδοαῖος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
ὀγδοηκοντατάλαντος
View word page
ὀβριμο-δερκής
ὀβριμοδερκήςέςadjὄβριμοςδέρκομαι of Athenawith might in the glanceB.

ShortDef

with mighty glance

Debugging

Headword:
ὀβριμοδερκής
Headword (normalized):
ὀβριμοδερκής
Headword (normalized/stripped):
οβριμοδερκης
IDX:
27679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27680
Key:
ὀβριμοδερκής

Data

{'headword_display': '<b>ὀβριμο-δερκής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ὀβριμο<hyph/>δερκής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄβριμος</Ref><Ref>δέρκομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Athena</Indic><Tr>with might in the glance</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ὀβριμοδερκής'}