Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτηρίως
αἰνικτός
αἰνίσσομαι
αἰνόγαμος
αἰνογένειος
αἰνόδρυπτος
αἰνόθεν
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
αἰνολέων
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
αἰνόπαρις
αἰνοπάτηρ
αἰνός
αἶνος
αἰνοτόκεια
αἴνυμαι
αἴξ
View word page
αἰνό-λεκτρος
αἰνό-λεκτροςονadjλέκτρον of Pariswith a fatal marriageA.

ShortDef

fatally wedded

Debugging

Headword:
αἰνόλεκτρος
Headword (normalized):
αἰνόλεκτρος
Headword (normalized/stripped):
αινολεκτρος
IDX:
2767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2768
Key:
αἰνόλεκτρος

Data

{'headword_display': '<b>αἰνό-λεκτρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἰνό-λεκτρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λέκτρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Paris</Indic><Tr>with a fatal marriage</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἰνόλεκτρος'}