Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαροι
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελός
ὀβολός
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
Ὀβριάρεως
ὀβρίκαλα
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθῡμος
ὀβριμοπάτρᾱ
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβριχα
ὀγδοαῖος
ὀγδόατος
ὀγδοήκοντα
View word page
ὀβρίκαλα
ὀβρίκαλαalsoὄβριχαωνn.pl youngof wild animalsA.

ShortDef

the young

Debugging

Headword:
ὀβρίκαλα
Headword (normalized):
ὀβρίκαλα
Headword (normalized/stripped):
οβρικαλα
IDX:
27678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27679
Key:
ὀβρίκαλα

Data

{'headword_display': '<b>ὀβρίκαλα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀβρίκαλα<VL><Lbl>also</Lbl><FmHL>ὄβριχα</FmHL></VL></HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS></HG> <nS1><Tr>young<Expl>of wild animals</Expl></Tr><Au>A.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀβρίκαλα'}