Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀαρισμοί
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαροι
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελός
ὀβολός
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
Ὀβριάρεως
ὀβρίκαλα
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθῡμος
ὀβριμοπάτρᾱ
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβριχα
ὀγδοαῖος
ὀγδόατος
View word page
Ὀβριάρεως
Ὀβριάρεωςmsee Βριάρεως

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Ὀβριάρεως
Headword (normalized):
ὀβριάρεως
Headword (normalized/stripped):
οβριαρεως
IDX:
27677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27678
Key:
Ὀβριάρεως

Data

{'headword_display': '<b>Ὀβριάρεως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>Ὀβριάρεως</HL><PS>m</PS></HG><XR>see <Ref>Βριάρεως</Ref></XR> </XE>', 'key': 'Ὀβριάρεως'}