Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὀαρίζω
ὀαρισμοί
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαροι
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελός
ὀβολός
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
Ὀβριάρεως
ὀβρίκαλα
ὀβριμοδερκής
ὀβριμοεργός
ὀβριμόθῡμος
ὀβριμοπάτρᾱ
ὄβριμος
ὀβριμόσπορος
ὄβριχα
ὀγδοαῖος
View word page
ὀβολοστατική
ὀβολοστατικήῆςf trade of the money-lendermoney-lending, usuryArist.

ShortDef

the trade of a petty usurer, usury

Debugging

Headword:
ὀβολοστατική
Headword (normalized):
ὀβολοστατική
Headword (normalized/stripped):
οβολοστατικη
IDX:
27676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27677
Key:
ὀβολοστατική

Data

{'headword_display': '<b>ὀβολοστατική</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀβολοστατική</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>trade of the money-lender</Def><Tr>money-lending, usury</Tr><Au>Arist.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'ὀβολοστατική'}