Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ὤψ
ὦψαι
ὀᾶ
ὄαρες
ὀαρίζω
ὀαρισμοί
ὀαριστής
ὀαριστύς
ὄαροι
ὀβελισκολύχνιον
ὀβελίσκος
ὀβελός
ὀβολός
ὀβολοστάτης
ὀβολοστατική
Ὀβριάρεως
View word page
ὀαρισμοί
ὀαρισμοίῶνm.pl sweetintimate talkHes. Call.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀαρισμοί
Headword (normalized):
ὀαρισμοί
Headword (normalized/stripped):
οαρισμοι
IDX:
27667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-27668
Key:
ὀαρισμοί

Data

{'headword_display': '<b>ὀαρισμοί</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ὀαρισμοί</HL><Infl>ῶν</Infl><PS>m.pl</PS></HG> <nS1><Tr>sweet<or/>intimate talk</Tr><Au>Hes. Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ὀαρισμοί'}