Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτηρίως
αἰνικτός
αἰνίσσομαι
αἰνόγαμος
αἰνογένειος
αἰνόδρυπτος
αἰνόθεν
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
αἰνολέων
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
αἰνόπαρις
αἰνοπάτηρ
αἰνός
αἶνος
αἰνοτόκεια
View word page
αἰνόθεν
αἰνόθενadvsee underαἰνός

ShortDef

from Aenus
from horror to horror, right horribly

Debugging

Headword:
αἰνόθεν
Headword (normalized):
αἰνόθεν
Headword (normalized/stripped):
αινοθεν
IDX:
2765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2766
Key:
αἰνόθεν

Data

{'headword_display': '<b>αἰνόθεν</b>', 'content': '<XE><HG><HL>αἰνόθεν</HL><PS>adv</PS></HG><XR>see under<Ref>αἰνός</Ref></XR> </XE>', 'key': 'αἰνόθεν'}