Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἴνημι
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτηρίως
αἰνικτός
αἰνίσσομαι
αἰνόγαμος
αἰνογένειος
αἰνόδρυπτος
αἰνόθεν
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
αἰνολέων
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
αἰνόπαρις
αἰνοπάτηρ
αἰνός
View word page
αἰνο-γένειος
αἰνο-γένειοςονadjγένειον of a serpentwith deadly jawsCall.

ShortDef

with dreadful jaws

Debugging

Headword:
αἰνογένειος
Headword (normalized):
αἰνογένειος
Headword (normalized/stripped):
αινογενειος
IDX:
2763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2764
Key:
αἰνογένειος

Data

{'headword_display': '<b>αἰνο-γένειος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἰνο-γένειος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γένειον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a serpent</Indic><Tr>with deadly jaws</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἰνογένειος'}