Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἴνη
αἴνημι
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτηρίως
αἰνικτός
αἰνίσσομαι
αἰνόγαμος
αἰνογένειος
αἰνόδρυπτος
αἰνόθεν
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
αἰνολέων
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
αἰνόπαρις
αἰνοπάτηρ
View word page
αἰνό-γαμος
αἰνό-γαμοςονadjαἰνόςγάμος of Pariswith a fatal marriageE.

ShortDef

fatally wedded

Debugging

Headword:
αἰνόγαμος
Headword (normalized):
αἰνόγαμος
Headword (normalized/stripped):
αινογαμος
IDX:
2762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2763
Key:
αἰνόγαμος

Data

{'headword_display': '<b>αἰνό-γαμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἰνό-γαμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>αἰνός</Ref><Ref>γάμος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of Paris</Indic><Tr>with a fatal marriage</Tr><Au>E.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἰνόγαμος'}