Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αἰνετός
αἰνέω
αἴνη
αἴνημι
αἰνητός
αἴνιγμα
αἰνιγματώδης
αἰνιγμός
αἰνίζομαι
αἰνικτηρίως
αἰνικτός
αἰνίσσομαι
αἰνόγαμος
αἰνογένειος
αἰνόδρυπτος
αἰνόθεν
αἰνολαμπής
αἰνόλεκτρος
αἰνολέων
αἰνόμορος
αἰνοπαθής
View word page
αἰνικτός
αἰνικτόςή όνadjαἰνίσσομαιof wordsenigmatic, riddling, puzzlingS.

ShortDef

expressed in riddles, riddling

Debugging

Headword:
αἰνικτός
Headword (normalized):
αἰνικτός
Headword (normalized/stripped):
αινικτος
IDX:
2760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-2761
Key:
αἰνικτός

Data

{'headword_display': '<b>αἰνικτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>αἰνικτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>αἰνίσσομαι</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of words</Indic><Tr>enigmatic, riddling, puzzling</Tr><Au>S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'αἰνικτός'}